Οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τὰ θηρία ποὺ βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε οἱ κακοὶ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θέλημά τους, ὥστε νὰ ἀφανίσουν καὶ νὰ καταστρέψουν τοὺς ἄλλους, ἂν δὲν τὸ ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο, καὶ ἂν δεν ορίσει μέχρι πιὸ σημεῖο μποροῦν νὰ βλάψουν. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργοῦν μὲ ἀπεριόριστη ἐλευθερία· γιατί ἂν γινόταν αὐτό, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει κανένα ζωντανὸ πλάσμα. Ὁ Κύριος δὲν ἀφήνει τὰ κτίσματά του νὰ τὰ πλησιάσει ἡ δύναμη τῶν δαιμόνων καὶ τῶν κακῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τὰ βλάψουν κατὰ τὸ θέλημά τους. Γιὰ τοῦτο, νὰ λὲς πάντα στὴν ψυχή σου: Ἔχω φύλακα τὸ Θεό ποὺ μὲ φυλάει, καὶ κανένα φθοροποιὸ κτίσμα δὲν μπορεῖ νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά μου, παρὰ μόνο ἂν ἔχει τὴν ἄδεια τοῦ Θεοῦ. Πίστεψε, ἀκόμη, πὼς δὲν τολμοῦν οὔτε νὰ φανοῦν στὰ μάτια σου, οὔτε νὰ σὲ κάνουν νὰ ἀκούσεις μὲ τ’ αὐτιά σου τὶς ἀπειλές τους. Γιατί, ἂν εἶχαν ἄδεια ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἐνεργοῦν ἀπεριόριστα τὸ κακό, δὲ θὰ χρειάζονταν τὰ λόγια τους γιὰ νὰ σὲ φοβίσουν, ἀλλὰ θὰ ἐκπλήρωναν κατ’ εὐθείαν τὸ ἔργο τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά τους.
Καὶ πάλι νὰ λὲς στὸν ἑαυτό σου: ἐὰν εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου μου νὰ ἐξουσιάσουν τὸ πλάσμα του οἱ πονηροὶ δαίμονες καὶ ἄνθρωποι, κι αὐτὸ τὸ δέχομαι μὲ χαρά, σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲ θέλει νὰ καταργήσει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του. Καὶ ἔτσι στοὺς πειρασμούς σου θὰ γεμίσεις ἀπὸ χαρά, γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα, ὅτι σὲ κυβερνᾶ καὶ σὲ κατευθύνει μέσα στοὺς πειρασμοὺς τὸ νεῦμα τοῦ Κυρίου. Λοιπόν, στήριξε τὴν καρδιά σου ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο, καὶ μὴ φοβηθεῖς οὔτε ἀπὸ φόβο νυχτερινό, οὔτε ἀπὸ βέλος ποὺ ἐκτοξεύεται τὴν ἡμέρα· γιατί λέει ἡ Γραφὴ, πὼς ἡ πίστη τοῦ δικαίου στὸ Θεὸ ἐξημερώνει τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ κάνει σὰν τὰ πρόβατα. (12).
Νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὶς θλίψεις καὶ νὰ τὶς ὑπομένουμε μὲ χαρά, γιατί μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς παραχωρεῖ νὰ δοκιμασθοῦν οἱ ἐνάρετοι ἀσκητές μὲ τὴν ἔλλειψη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀφήνει, ὅπου καὶ νὰ βρίσκονται, νὰ ξεσηκωθοῦν πειρασμοὶ ἐναντίον τους, καὶ (οἱ πειρασμοί) τοὺς πληγώνουν μὲ σωματικὲς ἀρρώστιες, ὅπως τὸν Ἰώβ, καὶ τοὺς βάζουν στὴ φτώχεια καὶ στὸν κίνδυνο τοῦ ἀφανισμοῦ ἀπὸ ἀνθρώπους ἀποστάτες, καὶ τοὺς κάνουν νὰ ὑποφέρουν χάνοντας αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει. Μόνο στὶς ψυχές τους δὲν πλησιάζει καμιὰ βλάβη. Διότι δεν εἶναι δυνατόν, ὅταν βαδίζουμε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, νὰ μή μᾶς συναντήσουν δυσάρεστα πράγματα καὶ καταστάσεις, καὶ τὸ σῶμα μας νὰ μὴν ταλαιπωρεῖται μὲ ἀρρώστιες καὶ κόπους, καὶ νὰ μένει ἀνενόχλητο, ἂν βέβαια ἀγαπήσουμε τὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ περνάει τὴ ζωὴ του κατὰ τὸ ἁμαρτωλό του θέλημα, ποὺ κυριεύεται ἀπὸ φθόνο ἢ καταγίνεται μὲ τὸν ἀφανισμὸ τῆς ψυχῆς του ἢ μὲ κάτι ἄλλο ποὺ τὸν βλάπτει, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καταδικάζεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐὰν, ὅμως, ἐνῶ βαδίζει στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν τὸν ἴδιο ἀγώνα, συναντήσει κάτι δυσάρεστο καὶ λυπηρό, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ξεστρατίσει ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς· ἀπεναντίας, πρέπει νὰ δεχθεῖ τὸ πράγμα μὲ χαρὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάζει μὲ μεμψιμοιρία καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ ποὺ τοῦ ἔστειλε αὐτὴ τὴ χάρη. Να τὸν εὐχαριστήσει, ἀκόμη, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ πέσει σὲ δοκιμασία γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ γίνει συμμέτοχος τῶν παθημάτων τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων, ποὺ ὑπέμειναν τὶς θλίψεις χωρὶς νὰ ξεστρατίσουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ εἴτε ἔρθουν οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τοὺς δαίμονες εἴτε ἀπὸ τὸ σῶμα του. Διότι, χωρίς τὴν ἄδεια καὶ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν βρεῖ ὁ πειρασμός, ποὺ θὰ γίνει γι’ αὐτὸν ἀφορμὴ τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς.
Δεν εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ ἐνεργήσει διαφορετικά, γιὰ νὰ εὐεργετήσει αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ εἶναι κοντά του, παρά να ἐπιστρέψει νὰ δοκιμαστεῖ γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του στὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Κι αὐτό, ἐπειδὴ ἀπὸ μόνος του ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἄξιος τῆς μεγαλοσύνης τῆς ἀρετῆς καί, γιὰ ν’ ἀποκτήσει τὶς θεῖες εὐεργεσίες, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ σὲ θλίψεις ἀπὸ μόνος του καί, ἀκόμη, νὰ χαρεῖ γι’ αὐτές, χωρὶς νὰ ἔχει το χάρισμα τῆς ὑπομονής ἀπό τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος. Διότι, τόσο μεγάλο εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα, δηλαδή να ἑτοιμάζεται κάποιος νὰ ὑποστεῖ θλίψεις, γιατί ἐλπίζει στὸ Θεό, ὥστε φανερὰ τὸ ὀνομάζει χάρισμα· διότι λέγει: «σέ σᾶς δόθηκε τὸ χάρισμα, ὄχι μόνο νὰ πιστεύετε στὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποφέρετε γι’ αὐτόν» (Φιλιπ. 1, 29). Καί, ὅπως ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος ἔγραψε στὴν ἐπιστολή του, «ὅταν ὑποφέρετε γιὰ τὴ δικαιοσύνη, εἶστε μακάριοι, διότι ἔχετε γίνει κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ» (1Π. 3,14). Λοιπόν, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ χαίρεσαι, ὅταν ὅλα πᾶνε καλά, ἐνῶ στὶς θλίψεις καὶ στὶς στενοχώριες νὰ κατσουφιάζεις καὶ νὰ σκέφτεσαι (γιὰ τὶς θλίψεις), ὅτι εἶναι ξένες πρὸς τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὸν βαδίζουν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο.
Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος