«Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Μολλᾶ Μουσταφᾶ στὴν Τραπεζούντα» (1954)
Δὲν ἦταν οὔτε τριάντα χρόνων ἡ Δέσποινα, ὅταν ἔχασε τὸν Σάββα, τὸν ἄνδρα της, καὶ ἔμεινε χήρα μὲ τὸ τρίχρονο παιδάκι της, τὸν Νίκο.
Ὁ μακαρίτης ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ χρυσὸς νοικοκύρης.
Μὲ τὶς δυὸ λίρες – 216 γρόσια – μισθὸ ποὺ ἔπαιρνε, ζοῦσε τὴν γυναίκα καὶ τὸ παιδάκι του, χωρὶς νὰ τοὺς στερήσει τίποτε.
Οἰκονόμος ὁ ἴδιος, καλὴ οἰκοκυρούλα ἡ γυναίκα του, τὰ βόλευαν μία χαρά, σὲ βαθμὸ ποὺ ἡ γειτονιὰ τοὺς ἔπαιρνε καὶ γιὰ πλούσιους.
Εἶχαν ἕξι χρόνια παντρεμένοι.
Τὴν βραδιὰ ποὺ θὰ γιόρταζαν τὴν ἐπέτειο τῶν γάμων τους, ἔφεραν τὸν Σάββα νεκρὸ στὸ σπίτι του.
Τὴ στιγμὴ ποὺ πλήρωνε στὸν μανάβη τὰ φροῦτα ποὺ ἀγόρασε, γονάτισε ξαφνικὰ καὶ ξεψύχησε πάνω στὸ δρόμο.
Τρέξαν οἱ καλοὶ ἄνθρωποι καὶ φέραν γιατρό. Μὰ ἦταν περιττό. Εἶχε πάθει συγκοπή. Ὁ γιατρὸς δὲν εἶχε νὰ κάμει τίποτε.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸν θάψανε στὴν Ἐλεοῦσα.
Μὲ τὰ διακόσια δεκαέξι γρόσια ποὺ ἔπαιρνε τὸ μήνα, ὁ Σάββας δὲν ἦταν δυνατὸ ν’ ἀφήσει τίποτα κατὰ μέρος…
Ἔπειτα, ἦταν τόσο νέος καὶ γερός, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σκεφθεῖ τὸν θάνατο. Κι ὅπως δὲν ὑπῆρχαν τότε οἱ διάφορες κοινωνικὲς ἀσφαλίσεις κι ὅλα τὰ μικρὰ ἀποκούμπια, ποὺ βρίσκει σήμερα κουτσὰ – στραβὰ ἡ φτωχὴ οἰκογένεια ποὺ χάνει τὸν δουλευτὴ προστάτη της, ἡ χήρα καὶ τ’ ὀρφανὸ μείνανε ἔτσι ἀναπάντεχα, ἀπὸ τὴ μία μέρα στὴν ἄλλη, χωρὶς κανέναν πόρο ζωῆς.
Ὅταν τελείωσαν ὅλες οἱ θλιβερὲς διατυπώσεις τῆς κηδείας καὶ τὴν νύκτα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ἔφυγε ἀπὸ τὸ χαροκτυπημένο σπίτι καὶ ἡ τελευταία πονόψυχη γειτόνισσα, ἡ Δέσποινα ἔμεινε μόνη, κοντὰ στὸ παιδάκι της ποὺ εἶχε ἀποκοιμηθεῖ νωρίτερα, γιὰ νὰ σκεφθεῖ πάνω σ’ ὅλη τὴν τραγωδία ποὺ ἄρχιζε γιὰ κείνη καὶ γιὰ τὸ μικρό της.
Καὶ πράγματι ἦταν τραγικὴ ἡ θέση τῆς κακομοίρας.
Δὲν εἶχε κανέναν συγγενῆ, οὔτε δικό της οὔτε ἀπ’ τὴν πλευρὰ τοῦ μακαρίτου, στὴν Τραπεζούντα ὅπου ζοῦσαν. Ὀρφανοὶ καὶ οἱ δυό τους, ἄφησαν κι ὁ ἕνας κι ἡ ἄλλη τὸ χωριό τους, κάπου ἐκεῖ στὴν περιφέρεια τῆς Ἀργυρουπόλεως, ὅταν ἦταν παιδιά.
Μὲ τὰ χρόνια, τοὺς ξέχασαν καὶ οἱ λίγοι μακρινοὶ συγγενεῖς τους, ὅπως δὲν τοὺς θυμοῦνταν κι αὐτοί.
Ἡ μοῖρα τὸ θέλησε νὰ γνωρισθοῦν μέσ’ στὴ μεγάλη πολιτεία. Ἀγαπήθηκαν καὶ πάρθηκαν.
Τ’ ἀφεντικό τοῦ μακαρίτου, ἀπὸ εὐσπλαγχνία, εἶχε ἀναλάβει ὅλα τὰ ἔξοδα τῆς φτωχικῆς κηδείας καὶ ἡ γυναίκα του, σὰν ἐπέστρεψαν ἀπ’ τὸ νεκροταφεῖο, ξεμονάχιασε τὴ Δέσποινα καὶ τῆς ἔδωσε τριακόσια γρόσια.
-Αὐτά, τῆς εἶπε, εἶναι ἀπ’ τοὺς μισθοὺς τοῦ σχωρεμένου. Σοῦ τὰ στέλνει ὁ ἄντρας μου.
Στὴν πραγματικότητα ἦταν ἐλεημοσύνη, γιατί ὁ μισθὸς ἐκείνου τοῦ μηνὸς ἦταν πληρωμένος.
Ἡ χήρα δὲν βγῆκε ἀπ’ τὸ σπίτι της, σύμφωνα μὲ τὸ συνήθειο τοῦ τόπου, ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ μνημόσυνου. Σαράντα μέρες!
Ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ τὴν βασάνιζε ἡ μοναδικὴ σκέψη, πῶς νὰ ζήσει τὸ παιδάκι της, πῶς νὰ τὸ μεγαλώσει καὶ πῶς νὰ τὸ μορφώσει, ὅπως τὸ ἤθελε καὶ τὸ ὀνειρεύονταν ὁ μπαμπάς του μὰ κι ἡ ἴδια.
Μποροῦσε βέβαια νὰ ξενοδουλέψει, μὰ σὲ ποιόνε ν’ ἀφήσει τὸ μωρό;
Εὐτυχῶς ἤξερε «κέντημα», ἤξερε καὶ νὰ πλέκει, ἀκόμη καὶ νὰ ράβει. Εἶχε καὶ τὴ ραπτομηχανή της. Πῆρε τὴν ἀπόφαση. Θὰ δούλευε σπίτι της, κοντὰ στὸ παιδί της.
Ἔτσι ἡ χήρα ἡ Δέσποινα, δουλεύοντας 15 καὶ 20 ὦρες τὸ μερόνυχτο, μεγάλωσε τὸν Νίκο της. Ἦταν ἡ χαρά, ἡ περηφάνια καὶ ἡ παρηγοριά της.
Δὲν ἔλειψαν οἱ τύχες καὶ οἱ εὐκαιρίες. Ἦταν ὄμορφη καὶ προκομμένη ἡ Δέσποινα. Τῆς ἔγιναν πολλὲς προξενιὲς τὰ πρῶτα χρόνια. Μάλιστα ἕνας χήρος, ποὺ γύρισε ἀπ’ τὴ Ρωσσία πολὺ πλούσιος, τὴν ζήτησε ἐπίμονα, μὰ ἡ Δέσποινα δὲν ἤθελε νὰ δώσει πατρυιὸ στὸ παιδί της καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δώσει καὶ τὸ μικρότερο κομμάτι ἀπ’ τὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή της σὲ ἄλλη ὕπαρξη. Ὅλα τὰ εἶχε γιὰ τὸν μονάκριβό της.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Ἡ ἐντατικὴ καὶ πολύωρη δουλειά, τ’ ἀτέλειωτα ξενύχτια καὶ ἡ ἔλλειψη τῆς πιὸ στοιχειώδους ἀνάπαυσης, τὴν γηράσανε πρόωρα τὴ Δέσποινα. Πολλὲς φορὲς τῆς ἔφευγε ἡ βελόνα ἀπ’ τὸ χέρι ἢ σταματοῦσε ἡ ραπτομηχανή, γιατί τὸ χέρι δὲν εἶχε τὴν δύναμη νὰ γυρίζει τὸν μικρὸ γυαλιστερό της τροχό. Τὴν βοηθοῦσε ὁ Νίκος σ’ αὐτό, σὰν βρισκόταν κοντά της.
Ἀνησυχοῦσε ἡ δύστυχη ἡ μάνα. Ἔβλεπε πὼς δὲν ἔβγαζε πιὰ δουλειὰ, ὅπως πρῶτα. Λιγόστευαν οἱ «πρόσοδοι», ἐνῶ ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ περίσσευαν τὰ ἔξοδα, γιατί τὸ παιδὶ μεγάλωνε κι ἐκείνη δὲν ἤθελε νὰ τοῦ στερήσει τίποτε.
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἦταν ἀρκετὰ ὅλα αὐτά, ἄρχισαν ν’ ἀδυνατίζουν τὰ μάτια της. Κάθε μῆνα καὶ χειρότερα.
Ἔβαλε γυαλιά. Μὰ δὲν τὴν βοηθοῦσαν κι αὐτὰ, ὅσον ἔπρεπε, στὴ λεπτή της δουλειά. Ὅταν ὁ Νίκος ἔγινε δεκαέξι χρονῶν καὶ πήγαινε στὴν προτελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου, ἡ κατάστασις ἔφθασε στὸ ἀπροχώρητο. Ἡ Δέσποινα δὲν μποροῦσε νὰ περάσει τὴν κλωστὴ στὴ βελόνη οὔτε καὶ μὲ τὰ γυαλιά… Θέλησε νὰ ξενοδουλέψει δούλα, πλύστρα, μὰ δὲν τὴν ἄκουγαν τὰ πόδια της. Τὴν σακάτεψαν οἱ ρευματισμοί. Γήρασε πρόωρα.
Ὅταν κάποια καλή της γειτόνισσα τὴν συμβούλεψε νὰ βγάλει τὸν Νίκο ἀπ’ τὸ Γυμνάσιο – κι ἂς ἦταν ὁ πρῶτος σ’ ὅλα τὰ μαθήματα – καὶ νὰ τὸν βάλει σὲ δουλειὰ γιὰ νὰ τὰ βολέψουν, ἡ Δέσποινα – ποὺ δὲν τὴν ἄκουσε ποτὲ κανεὶς νὰ πεῖ κακὸ λόγο κανενὸς – τῆς μίλησε ἀπότομα καὶ τὴν ἔδιωξε σχεδὸν ἀπ’ τὸ σπίτι της.
Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ βγάλει τὸν Νίκο ἀπ’ τὸ σκολειό!
Δεκατρία χρόνια ὕστερα ἀπ’ τὸν θάνατο τοῦ ἀντρός της, ἄρχισε ἡ Δέσποινα νὰ ξεπουλάει τὰ λίγα κοσμήματα ποὺ εἶχε. Δαχτυλίδια, βραχιόλια, σταυρό. Ὕστερα, ἕνα-δυὸ χαλιά. Τελευταία τὴν ραπτομηχανή, ποὺ ἂν καὶ τῆς ἦταν ἄχρηστη, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀποχωρισθεῖ. Δὲν χωρίζεται κανεὶς ἕνα σύντροφο εἴκοσι χρόνων τόσο εὔκολα.
Κάποτε σώθηκαν καὶ τὰ χρήματα ἀπ’ τὴ μηχανή. Πουλήθηκε καὶ τὸ «σαμοβάρι», γιὰ ν’ ἀγοραστεῖ τὸ ὕφασμα γιὰ τὴ μαθητικὴ στολὴ τοῦ Νίκου. Πλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ παιδὶ δὲν εἶχε «στολή», σὰν κι ἐκείνη τὴν ὁμοιόμορφη ποὺ εἶχαν οἱ συμμαθητές του κι ὅλα γενικὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Γυμνασίου. Τὸ ὕφασμα ἀγοράστηκε, μὰ ἔλειπαν τὰ ραφτικά. Αὐτὸ τὸ ‘ξερε μόνον ἡ Δέσποινα, μὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πικράνει τὸ παιδὶ της, ἀφήνοντάς το δίχως νέο κουστούμι τὶς γιορτές.
Ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ βρεθοῦν τὰ χρήματα. Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ πουληθεῖ πάλι κάτι. Μὰ τί, ποὺ δὲν εἶχε ἀπομείνει τίποτε σχεδὸν στὸ σπίτι;
Τίποτε; Καὶ τὸ χρυσὸ ὡρολόγι τοῦ μακαρίτη, μὲ τὴ χρυσὴ καδένα;
Ἅ!… ὅλα κι ὅλα! Τὸ ὡρολόγι δὲν θὰ τὸ πουλοῦσε ποτέ! Ὅταν τ’ ἀγόρασε ὁ Σάββας τῆς εἶχε πεῖ: «Αὐτὸ θὰ τὸ χαρίσω στὸν γυιό μας, ὅταν θὰ τὸν ἀρραβωνιάσουμε!..».
Πάντως ἔμειναν λίγες μέρες γιὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ πράγμα δὲν ἔπαιρνε ἀναβολή. Πῆγε στὸν ράφτη. Ὀγδόντα γρόσια ἦταν τὰ ραφτικά. Θὰ τὰ πλήρωνε, ὅταν θα ‘παιρνε ἕτοιμο τὸ κοστούμι. Σὲ τρεῖς μέρες ἔμπαινε στὸ σπίτι ὁ Νίκος χαρούμενος καὶ περήφανος. Ἔτρεξε κι ἀγκάλιασε τὴ μάνα του.
-Μητερούλα μου, ἔκανα πρόβα, εἶναι ἔξοχο!..
Παραμονὴ Χριστουγέννων! Ὅλη ἡ Τραπεζούντα σκεπασμένη μὲ χιόνι, ποὺ δὲν ἔπαψε νὰ πέφτει πυκνό. Ὁ Νίκος κοιμότανε ἀκόμη – χόρταινε ὕπνο τώρα ποὺ εἶχαν διακοπές, – ὅταν ἡ Δέσποινα τυλιγμένη στὸ σάλι της βγῆκε ἀπ’ τὸ σπίτι καὶ τράβηξε κατὰ τὴν ἀγορά, περνώντας ἀπ’ τὰ στενοσόκακα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Βρῆκε τὸν Μολλὰ Μουσταφὰ τὸν ὡρολογὰ στὸ ἐργαστήρι του, ἕνα πραγματικά μεγάλο κιβώτιο κολλημένο στὸ ντουβάρι τοῦ τζαμιοῦ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς ἀγορᾶς. Στὴν πρόσοψή του δίπλα στὴν πόρτα εἶχε ἕνα παράθυρο, ὅπου ἦταν ἀκουμπισμένος ἀπὸ μέσα ὁ πάγκος τῆς δουλειᾶς του.
Ἕνα τενεκεδένιο μαγκάλι ζέσταινε ὅπως-ὅπως τὸ ἰδιόρρυθμο ἐκεῖνο ἐργαστήρι.
-Καλῶς τὴν κυρὰ Δέσποινα! Τί κάνει τὸ παλληκάρι σου;
Κάθησε ἡ Δέσποινα κοντὰ στὸ μαγκάλι καί, ζεσταίνοντας τὰ παγωμένα χέρια της, λέγει τοῦ Τούρκου:
-Μολλὰ Μουσταφά, ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας μου μοῦ ‘λεγε, πὼς σ’ ἀγαποῦσε σὰν πατέρα καὶ σὺ τὸν ἀγαποῦσες σὰν παιδί σου. Ἔτσι κι ἐγώ, ὅπως ἔμεινα ἔρμη μὲ τ’ ὀρφανό μου χωρὶς κανέναν συγγενῆ, ἦρθα σὲ σένα γιὰ μία χάρη, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ κανέναν Χριστιανό, γιατί δὲν θὰ ‘θελα νὰ μάθει κανεὶς τὸ μυστικό μου…
-Σ’ ἀκούγω, κυρὰ Δέσποινα, ὅπως θ’ ἄκουγα τὴν κόρη μου, λέγε…
Ἡ Δέσποινα ἔβγαλε ἀπ’ τὶς δίπλες τοῦ ζωναριοῦ της τ’ ὡρολόγι μὲ τὴ χρυσή του καδένα καὶ τ’ ἅπλωσε τοῦ γέρου:
-Εἶναι τ’ ὡρολόγι τοῦ Σάββα. Δὲν θέλω νὰ τὸ πουλήσω. Μὰ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα. Θέλω νὰ στ’ ἀφήσω ἐνέχυρο γιὰ μία λίρα.
Καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία «τῆς στολῆς» τοῦ Νίκου. Τοῦ εἶπε στὸ τέλος, πὼς ἦταν πρόθυμη νὰ δώσει τὸν τόκο ποὺ θὰ ὤριζε ἐκεῖνος.
Ὁ Μολλὰ Μουσταφάς τὴν ἄκουσε τραβώντας τὸ χοντρό του κομπολόι. Σηκώθηκε ἔπειτα, σκάλισε μέσ’ στὸ συρτάρι τοῦ πάγκου του καὶ βγάζοντας δυὸ λίρες χρυσές, τὶς ἅπλωσε τῆς Δέσποινας.
-Τ’ ὡρολόγι ἀξίζει πολὺ περισσότερα. Πάρε δυὸ λίρες, γιατί δὲν θὰ χρειαστεῖς μόνο τὰ ραφτικά… Ὅσο γιὰ τὸν τόκο, νὰ μὴ γίνεται λόγος… Μόνη σου τὸ εἶπες. Τὸν Σάββα τὸν ἀγαποῦσα σὰν παιδί μου.
Πῆρε τ’ ὡρολόγι μὲ τὴν καδένα καὶ τὸ ‘κλεισε στὸ ἴδιο συρτάρι ἀπ’ ὅπου ἔβγαλε τὶς λίρες.
Ἡ Δέσποινα τὸν εὐχαρίστησε κι ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει.
-Μία στιγμή, τῆς λέγει ὁ Μολλάς. Θὰ σοῦ ζητήσω κι ἐγὼ μία χάρη.
-Σ’ ἀκούω, Μολλὰ Μουσταφά.
Ὁ Τοῦρκος σηκώθηκε καὶ στάθηκε μὲ τὴν πλάτη μπρὸς στὴν πόρτα, σὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξει κανεὶς ἀπ’ ἔξω.
-Ἄκου, κόρη μου! …Πρῶτα θέλω νὰ μ’ ὁρκιστεῖς στὴν ψυχὴ τοῦ Σάββα, πὼς θὰ κρατήσεις μυστικὸ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ… Μπορεῖς;
-Στὴν ψυχὴ τοῦ Σάββα; Ὁρκίζομαι, εἶπε κατηγορηματικὰ ἡ Δέσποινα.
-Σ’ εὐχαριστῶ, παιδί μου. Ἄκουσε τώρα… Ἀπόψε τὴ νύκτα… ἴσως τὰ μεσάνυχτα, θὰ στείλω σπίτι σου μία γυναίκα μὲ τὸ κοριτσάκι της… Πρέπει νὰ πᾶνε μ’ ἐσένα καὶ τὸν Νίκο μαζὶ στὴν ἐκκλησία… Εἶναι Χριστούγεννα καὶ πρέπει νὰ κοινωνήσουν…
-Δὲν εἶν’ ἀπ’ ἐδῶ;
-Μὴ μ’ ἀρωτᾶς… Ἄφησε νὰ τελειώσω… Μετὰ τὴν μετάληψη θὰ τὶς πάρετε μαζὶ στὸ σπίτι σου. Θὰ φύγουν πάλι τὴν νύχτα… Ὅποιος σ’ ἀρωτήσει ποιὲς εἶναι, θὰ πεῖς πὼς εἶναι γνωστές σας ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ ἀπὸ κάποια ἄλλη πολιτεία.
-Μά, ἀφοῦ ὁρκίστηκα, γιατί δὲν μοῦ λὲς ποιὲς εἶναι;
Ὁ Μολλὰ Μουσταφᾶς δὲν ἀπήντησε ἀμέσως. Ἄνοιξε τὴν πόρτα, ἔριξε μία ματιὰ ἔξω στὸν δρόμο. Ξανάκλεισε καὶ ἀκούμπησε καὶ πάλι μὲ τὴν πλάτη στὴν πόρτα καὶ μίλησε:
-Κυρὰ Δέσποινα. Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ σοῦ ‘ρθει εἶναι ἡ κόρη μου καὶ τὸ κοριτσάκι της, ἐγγονή μου! …Γιὰ νὰ καταλάβεις πόσο εἶναι ἐπικίνδυνο αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει, μαθὲ πὼς ὁ ἄντρας της, ὁ γαμπρός μου, εἶναι ὁ γιουζπασὴς ὁ Σελίμ, …Τοῦρκος, μουσουλμάνος. Μένουν στὰ Πλάτανα. Τὶς ἔφερα ἐδῶ γιὰ μία βδομάδα στὸ σπίτι μου… γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
-Θεέ μου…, ξέφυγε σὰν κραυγὴ τρόμου ἡ ἐπίκληση αὐτὴ ἀπ’ τὸ στόμα τῆς Δέσποινας…
-Ἂν φοβᾶσαι, δὲν θὰ σοῦ ἔρθουν, λέγει μὲ χαμηλὴ φωνὴ ὁ Μολλὰ Μουσταφᾶς.
-Ὄχι… ὄχι… νὰ ἔρθουν… νὰ ἔρθουν, φωνάζει ἡ Δέσποινα καὶ τὰ μάτια της γεμίζουν μὲ δάκρυα.
Δακρύζει κι ὁ Μολλάς καὶ ξεκολλάει ἀπὸ τὴν πόρτα, τραβᾶ καὶ κάθεται δίπλα στὸ μαγγάλι χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε ἄλλο.
Σηκώνεται ἡ Δέσποινα. Προτοῦ ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα, ρωτάει μὲ σιγανὴ φωνή:
-Πῶς εἶν’ τ’ ὄνομά της;
-Ἡ κόρη μου Μαρία, ἡ κορούλα της Ἄννα. Ἐκεῖνες ἂς κοινωνήσουν. Ἐγὼ θὰ κάμω Χριστούγεννα μὲ «τ’ ἀντίδωρο» ποὺ θὰ μοῦ φέρουν…
Δυὸ ὧρες ἀπ’ τὰ ξημερώματα τράβηξαν γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἡ Δέσποινα μὲ τὴν Μαρία καὶ τὴν ὀκτάχρονη Ἄννα. Ὁ Νίκος, μὲ τὴν καινούργια του στολή, τοὺς συνόδευε. Ἦταν ἀκόμη ἄδεια ἡ ἐκκλησία. Οἱ γυναῖκες ἀνέβηκαν στὸν «γυναικωνίτη» καὶ ἔπιασαν τὴν πιὸ ἀπόμερη σκοτεινὴ γωνιά.
Μὲ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας κατέβηκαν, κοινωνήσανε καὶ ἐπέστρεψαν στὸ σπίτι κρύβοντας τὸ πρόσωπο κάτω ἀπ’ τὸ σάλι τους, ὅπως ἔκανε ὅλος ὁ κόσμος τὸ παγωμένο ἐκεῖνο πρωινό…
Πέρασαν δέκα χρόνια ἀπὸ κεῖνα τὰ Χριστούγεννα… Πέθανε σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Μολλὰ Μουσταφάς. Πέθανε κι ὁ Σελίμ, ὁ γαμπρός του. Σκοτώθηκε σὲ κάποια μάχη.
Εἴκοσι τρία χρόνια ὕστερα ἀπ’ τὸν θάνατο τοῦ Σάββα, ἡ Δέσποινα ἔδωσε τὸ χρυσὸ τ’ ὡρολόγι μὲ τὴν καδένα του στὸν γυιὸ της τὸν Νίκο, τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν στεφάνωνε μὲ τὴν Ἄννα, τὴν ἐγγονὴ τοῦ Μολλά Μουσταφά…
Πηγή: Νίκ. Π. Ἀνδριώτη, «Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα», § Φίλωνος Κτενίδου «Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Μολλᾶ Μουσταφᾶ στὴν Τραπεζούντα» (1954), Θεσσαλονίκη 1974 – Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη