Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Ἕως τὸν 4ο αἰώνα ἡ Μεταμόρφωση γιορταζόταν πρὶν το Πάσχα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ἡ Ἁγία Ἑλένη στὸ ὅρος Θαβώρ, ἐπικράτησε ὁ ἑορτασμὸς τοῦ γεγονότος νὰ γίνεται στὶς 6 Αὐγούστου
Ἡ Μεταμόρφωση συνιστᾶ ὕπατη μύηση, ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο μάθημα μυστικῆς θεολογίας. Και ἡ ἐλάχιστη λεπτομέρεια εἶναι διδακτική: τί ἤθελε νὰ ἀποκαλύψει ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴ Μεταμόρφωση, γιατί πῆρε μόνο τρεῖς μαθητές του, γιατί ἔπρεπε νὰ ἀνεβοῦν σὲ ὅρος, γιατί ἔπρεπε νὰ πέσουν σὲ ὕπνο οἱ μαθητὲς καὶ τί συμβολίζει αὐτό, τί συμβολίζει τὸ λευκὸ φῶς, γιατί ἦταν μαζί Του ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας, γιατί δὲν μπορεῖ ἡ μυστικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ νὰ περιγραφεῖ καὶ νὰ ὁρισθεῖ, καὶ ἄλλα πολλὰ ποὺ νιώθει ὁ ἔχων μυστικὴ ἐμπειρία.
Μία λαογραφικὴ συνήθεια ποὺ ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφερθεῖ: στὶς ἀγροτικὲς περιοχὲς συνηθίζεται ἀνήμερα τῆς Μεταμόρφωσης νὰ προσκομίζονται στὶς ἐκκλησίες γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν μὲ εἰδικὴ εὐχὴ τὰ πρῶτα σταφύλια τῆς χρονιᾶς, τὰ ὁποία στὴ συνέχεια διανέμονται στὸ ἐκκλησίασμα.
Διαβάζουμε ἀπὸ τὸ «Κήρυγμα καὶ Θεολογία Β’» τοῦ Γεωργίου Π. Πατρώνου (ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 2003)
Ἡ Μεταμόρφωση ὡς ἱστορικὸ γεγονὸς
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα δὲν ἀφήνει καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος τῆς μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος παραλαμβάνει τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ μεταμορφώνεται «ἔμπροσθεν αὐτῶν». Ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική. Δὲν πρόκειται, ἑπομένως, γιὰ θεολογικὸ μύθο. Βέβαια πρόκειται γιὰ μία πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν τριῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ, ὅμως ἡ ἐμπειρία αὐτὴ ἑδράζεται σὲ ἱστορικὸ γεγονὸς καὶ συνδέεται μὲ ἐξωτερικὰ εὔληπτα φαινόμενα. Βλέπουν τὸν Κύριο στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους νὰ λάμπει τὸ πρόσωπο του «ὡς ὁ ἥλιος» καὶ τὰ ἐνδύματά του νὰ γίνονται «λευκὰ ὡς τὸ φῶς». Παρατηρούν δίπλα στὸν μεταμορφούμενο Διδάσκαλο νὰ παρίστανται ὡς «μάρτυρες» τοῦ γεγονότος δύο σημαντικὰ πρόσωπα τῆς ἰουδαϊκῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς παράδοσης τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία. Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν ἕνα εἶδος θεοφάνειας μέσα στὸν μεσσιανολογικὸ χαρακτήρα τοῦ γεγονότος.
Παράλληλα ὁ λαὸς εἶναι συγκεντρωμένος, κατὰ τὴ διήγηση τῆς περικοπῆς, κάτω στοὺς πρόποδες τοῦ Ὅρους, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μαθητὲς καὶ περιμένουν τὸν Κύριο νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ Θαβώρ, νὰ τοὺς κηρύξει τὴ νέα πίστη καὶ νὰ θεραπεύσει τοὺς βασανισμένους ἀσθενεῖς τους. Ὅλη ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔχει μία θαυμαστὴ ρεαλιστικὴ προσέγγιση τοῦ γεγονότος. Δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ καμιὰ ἀμφισβήτηση, ὅτι ἐδῶ πρόκειται γιὰ μία ἁπλὴ ἀλλὰ γεμάτη σαφήνεια περιγραφὴ ἑνὸς πραγματικοῦ ἱστορικοῦ συμβάντος. Αὐτὸ τὸ συμβὰν πραγματοποιεῖται «ἔμπροσθεν» ὄχι μόνο τῶν μαθητῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ ἑπομένως δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀμφισβήτηση. Ἀντίθετα ἕνα τέτοιο ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπόκειται σὲ ἱστορικὴ διερεύνηση καὶ θεολογικὴ ἑρμηνεία, ὥστε νὰ ἐξαχθοῦν τὰ κατάλληλα συμπεράσματα πρὸς ἐνίσχυση τῆς πίστεως καὶ τῆς οἰκοδομῆς τῶν πιστῶν.
Τὰ εὐαγγελικὰ ἱστορικὰ γεγονότα δὲν πρέπει νὰ ἀπομονώνονται καὶ νὰ τὰ ἐπενδύουμε μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ θεολογικοῦ μύθου. Εἶναι μέρος τῆς γενικότερης ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ δὲ ἀποκάλυψη τοὺς ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἱστορία τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Τὸ γεγονὸς τῆς μεταμορφώσεως, μάλιστα, ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ μὲ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὴν τελείωση καὶ τὴ θέωση .
Ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος
Στὸ γεγονὸς τῆς μεταμόρφωσης ἔχουμε τὰ ἕξης ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιὰ μία οὐσιαστικὴ θεολογικὴ προσέγγιση. Καταρχὴν ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἠλία, δύο προσώπων τῆς ἱερῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία. Ὁ χαρακτήρας τοῦ γεγονότος, ἑπομένως, εἶναι σαφῶς μεσσιανολογικὸς καὶ ἄρα ἡ ὅλη εὐαγγελικὴ διήγηση εἶναι καθαρὰ χριστοκεντρικὴ. Μὲ ἄλλα λόγια ἔρχεται νὰ φωτίσει τὸ μυστήριο τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ δώσει σαφῆ ἀπάντηση στὸ ἱστορικὸ ἐρώτημα «τὶς γὰρ οὗτος ἔστιν;».
Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὸ πρόσωπο, ποὺ γεννᾶται σὲ κάποιο συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο, «ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τὸν Μεγάλου»,ποὺ γενεαλογεῖται ὡς μέλος κάποιας συγκεκριμένης οἰκογένειας τῆς φυλῆς καὶ τοῦ γένους Δαβίδ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ ἀναμενόμενος διὰ μέσου τῶν αἰώνων Χριστὸς τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ ἔρθει γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτὴ δὲ ἡ ἔλευσή του θὰ ἐπιβεβαιωθεῖ, κατὰ τὴν παράδοση, ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἀποκαλυπτικῶν προσώπων τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἠλία.
Ἡ παρουσία δὲ αὐτὴ τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἠλία ἔχει μία βαθιὰ παράδοση στὴν ἐσχατολογία καὶ τὴ μεσσιανολογία τοῦ Ἰσραήλ. Ὅπως καὶ ἡ ἐμφάνιση, κατὰ μία ἄλλη παράλληλη παράδοση, τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἐνώχ. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν ἐγγύηση καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση μίας ἀληθινῆς μεσσιανικῆς παρουσίας ἀλλὰ καὶ θεοφάνειας . Καὶ δὲν ἐπιβεβαιώνουν μόνο τὴν παρουσία τοῦ Μεσσία -Χριστοῦ στὸ ἱστορικὸ παρόν, ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα αὐτὰ ὑπάρχει παράδοση ὅτι θὰ συνοδεύσουν τὸν Χριστὸ καὶ κατὰ τὴ δευτέρα καὶ ἔνδοξη ἐσχατολογικὴ παρουσία. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μεταμόρφωσης ἀποτελεῖ πρόγευση καὶ προμήνυμα καὶ τῆς ἔνδοξης δευτέρας παρουσίας. Ἔτσι στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχουμε τὴν ἱστορία τῆς μεταμόρφωσης, ἀλλὰ καὶ τὴν προοπτική της ἐσχατολογικῆς ἐξέλιξης καὶ πλήρωσης.
Τὸ δεύτερο ἐνδιαφέρον στοιχεῖο τῆς μεταμόρφωσης εἶναι ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ παρουσία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τὸ φῶς τῆς μεταμόρφωσης περιβάλλει κατὰ κύριο λόγο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ κατ’ ἐπέκταση τοὺς μαθητές, τὸν κόσμο ὅλο καὶ ὅλη τὴν κτίση. Διερωτᾶται βέβαια κανεὶς τί εἴδους φῶς εἶναι αὐτὸ καὶ ποιὰ ἡ σημασία του. Μήπως πρόκειται γιὰ μία ἁπλὴ ἀνταύγεια ἀκτίνων τοῦ ἡλίου ποὺ φωτίζουν τὰ πράγματα καὶ λαμπρύνουν τὰ ἀντικείμενα, ἢ πρόκειται γιὰ κάποιο ἄλλο «φῶς», ἄλλης φύσεως καὶ ἄλλης ποιότητας; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ποὺ τίθεται ἀπὸ πολλοὺς ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο ἱστορικὴ προσέγγιση ἀλλὰ καὶ θεολογικὴ διερεύνηση.
Ἡ πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ θεολογία κάνει ἐνδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Εἰδικότερα ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ ἔργο τοῦ «Ἑξαήμερος», σχολιάζοντας τὰ γεγονότα τῆς ἀρχικῆς δημιουργίας, ὁμιλεῖ σὲ κάποιο σημεῖο γιὰ ἕνα πρωταρχικὸ «φῶς» τῆς πρώτης ἡμέρας. Αὐτὸ τὸ «φῶς» τὸ ἀποκαλεῖ «φῶς καθαρότατον », «εἰλικρινὲς» καὶ « ἄϋλον ».
Τὸ διακρίνει δὲ μὲ κάθε σαφήνεια ἀπὸ τὸ γνωστό μας φῶς τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης καὶ ἀφήνει νὰ νοηθεῖ ὅτι μᾶλλον πρόκειται γιὰ κάποιο «ἄκτιστο» φῶς ποὺ νὰ δηλώνει τὴν παρουσία τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Πολὺ ἀργότερα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θὰ μιλήσει καὶ αὐτὸς πάλι μὲ μεγάλη σαφήνεια γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς « ἀκτίστου φωτὸς» καὶ θὰ τὸ διακρίνει ἀπὸ κάθε κτιστὸ καὶ ὑλικῆς φύσεως φῶς. Τὸ κτιστὸ ἀνήκει στὴ δημιουργία καὶ στὸν κόσμο μας, τὸ ἄκτιστο ἀνήκει στὸ θεὸ καὶ στὴν παρουσία του. Τὸ ἕνα εἶναι ὑλικὸ καὶ θαμπό, τὸ ἄλλο εἶναι « ἄϋλο » καὶ «καθαρότατο». Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συναντᾶται μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς προηγούμενο γιὰ μᾶς γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ φωτὸς τῆς μεταμόρφωσης καὶ τοῦ φωτὸς τοῦ κενοῦ τάφου καὶ τῆς ἀνάστασης. Αὐτὸ τὸ ἴδιο φῶς πληροὶ τὴν πνευματική μας πορεία καὶ μεταμορφώνει τὶς ὑπάρξεις μας. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια τὸ φῶς τῆς μεταμόρφωσης τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἐπιδέχεται βαθιὰ θεολογικὴ προσέγγιση καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει μονοσήμαντες καὶ ἀφελεῖς ἑρμηνεῖες.
Ἡ πνευματικὴ προοπτική της Μεταμόρφωσης
Ἡ μεταμόρφωση, πέρα ἀπὸ ἱστορικὸ γεγονὸς μὲ βαθύτατη θεολογικὴ σημασία, προβάλλεται καὶ ὡς πρόταση γιὰ ἐμπειρία ζωῆς. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ συσχετίζεται μόνο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ μεταμορφωθέντος Χριστοῦ, ἀλλὰ νὰ ἀναφέρεται καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ ὅλων μας. Ἡ θεία ἐμπειρία ἀποτελεῖ τὸν τύπο καὶ τὸ σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς γιά μας. Ἀκριβῶς, ὅπως ἡ ἐμπειρία αὐτή, καθαρὰ πνευματικῆς φύσεως, χαρακτήρισε ἀρχικά τους μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ στὴ συνέχεια ὅλο τὸ λαὸ ποὺ παρίσταται στὸ θαῦμα, ὡς συνέχεια καὶ ἐπακόλουθό του γεγονότος τῆς μεταμόρφωσης.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ μεταμόρφωση ἔδειξε στὸν κόσμο τὸ ἀληθινό του πρόσωπο καὶ τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας του. Δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, εἶναι καὶ Θεός. Προσέλαβε τὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση. Ὅμως στὴ μεταμόρφωση φάνηκε καὶ ἡ ἄκτιστη θεία λαμπρότητα καὶ δόξα του. Στὸν κόσμο μᾶς παρουσιάσθηκε ὡς ἀνθρώπινη καὶ θεία παρουσία. Ἡ προαιώνια θεία φύση τοῦ εἰσέρχεται στὸν κόσμο καὶ ἐνανθρωπίζεται . Τὸ ἄκτιστο συναντᾶ καὶ προσλαμβάνει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν θεώνει . Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀρχικὸ ἀλλὰ βαθύτατα οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τοῦ γεγονότος τῆς μεταμόρφωσης.
Ὡς συνέπεια αὐτοῦ του γεγονότος ἔχουμε καὶ τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ ἐμπειρία αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία. Ἡ συγκλονιστικὴ ἐντύπωσή τους καὶ ἡ ἐλκτικότητα τοῦ γεγονότος ἦταν τόσο ἰσχυρὴ ποὺ ἐκφράζουν ἀμέσως τὴν ἐπιθυμία τους ἡ ἐμπειρία αὐτὴ νὰ εἶναι διαρκείας καὶ νὰ τοὺς συνοδεύσει σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζει ἡ πρότασή τους νὰ φτιάξουν σκηνὲς καὶ νὰ παραμείνουν στὸ Θαβώρ, βιώνοντας ἀδιάκοπα τὴν ἐμπειρία τῆς μεταμόρφωσης. Δὲν γνωρίζουμε ἐπακριβῶς τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τους. Ὁ Εὐαγγελιστὴς δὲν μᾶς περιγράφει δυστυχῶς τί ἐσήμαινε γιὰ τοὺς μαθητὲς ἡ κορυφαία ἐκείνη στιγμὴ τῆς μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ὅμως ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ἡ ἀρχικὴ συγκλονιστική τους ἐντύπωση καὶ ὅτι οἱ ἴδιοι ἄρχισαν νὰ γεύονται τοὺς ἐσχατολογικοὺς καρποὺς τῆς μεταμόρφωσης στὴν προσωπική τους ζωή.
Ἡ μεταμόρφωση, ἑπομένως, στὴν πνευματικὴ διάσταση δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται καὶ νὰ κατανοεῖται ὡς ἀτομικὸ γεγονός, ποὺ ἄφορα μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Και οὔτε ἀκόμη περιοριστικὰ καὶ ἐπιλεκτικά, ὡσὰν νὰ ἀναφέρεται μόνο σὲ τρεῖς ἐκλεκτοὺς μαθητὲς καὶ σὲ δύο ἀποκαλυπτικὲς μορφὲς τοῦ παρελθόντος. Εἶναι ἕνα γεγονὸς καθολικῆς σημασίας. Ἀρχικὰ ξεκινάει ἀπὸ τὸν Κύριο, συνεπαίρνει στὴ συνέχεια τοὺς τρεῖς μαθητές, προεκτείνεται πρὸς τοὺς Δώδεκα καὶ δὶ’ αὐτῶν φτάνει σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σὲ ὅλη τὴν κτίση. Ἔτσι, κατὰ συνέπεια, δικαιούμαστε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, τῆς φύσης καὶ τῆς κτίσης, γιὰ τὴ μεταμόρφωση ὅλης της δημιουργίας, εἴτε ὑλικῆς εἴτε πνευματικῆς.
Σχέση τῆς Μεταμόρφωσης μὲ τὸ θαῦμα
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σχετίζει τὸ γεγονὸς τῆς μεταμόρφωσης μὲ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνὸς υἱοῦ ποὺ «σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει». Ἐνῶ οἱ τρεῖς μαθητὲς ἐπιμένουν γιὰ μία μόνιμη κατοίκηση στὸ Θαβὼρ καὶ οὐσιαστικὰ γιὰ «ἰδιοποίηση» τοῦ γεγονότος τῆς μεταμόρφωσης, ὁ μεταμορφωθεῖς Κύριος τούς λέει ὅτι πρέπει νὰ κατέβουν κάτω στὴν κοιλάδα, ὅπου οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς καὶ ὁ λαός. Ἐκεῖ κάτω ὅλοι ἀναμένουν ὄχι μόνο ν’ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα ἀπὸ τὸν Διδάσκαλο, ἀλλὰ καὶ νὰ γευθοῦν τοὺς θαβώριους καρποὺς τῆς μεταμόρφωσης.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ σχετικὴ εὐαγγελικὴ διήγηση, ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γεγονότος τῆς μεταμόρφωσης ἕνας πατέρας ἔχει μεταφέρει τὸν ἄρρωστο γιό του καὶ οἱ μαθητὲς προσπαθοῦν νὰ τὸν θεραπεύσουν χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Ὅλοι καὶ ὅλα βρίσκονται σὲ ἀδιέξοδο. Ἡ πίστη παραμένει ἀνενεργός, ἡ δύναμη τῶν μαθητῶν δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὴ καὶ τὸ θαῦμα δὲν τελεσιουργεῖται . Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς τῆς «ἀπουσίας» τοῦ Κυρίου, ἀφοὺ «ἄνευ αὐτοῦ οὐ δύνασθε ποιῆσαι οὐδέν». Η μεταμόρφωση δὲν εἶναι μία μαγικὴ λέξη, ἀλλὰ ἐνεργὸς δύναμη πίστεως ποὺ τελεσιουργεῖ τὸ θαῦμα.